κοινωνούς

κοινωνούς
κοινωνός
companion
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • обьщьникъ — ОБЬЩЬНИК|Ъ (75), А с. 1.Тот, кто приобщился к кому л., чему л., причастен к кому л., чему л.: и съ ст҃ыми причьтенъ бѹдеши. и съ тѣмь въ цр҃ствии ѹ нб҃снааго вл҃дкы обьщьникъ бѹдеши. ЖФП XII, 46а; съ прилежениѥмь же и тъщаниѥмь наслажа˫аисѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обѣщьникъ — ОБѢЩЬНИК|Ъ (15), А с. То же, что обьщьникъ. 1.В 1 знач.: ч(с)ти тѧ. [Владимира] ѡбѣщника Г(с)ь на нб҃сѣхъ сподоби бл҃говѣрь˫а твоего ради ЛИ ок. 1425, 304 (1289). 2. Во 2 знач.: Отърицаѥмъ же прѣпо(д)бн(ы)мъ ѥп(с)помь и презвютеромъ... тавли˫ами …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • κάστα — Κλειστή κοινωνική ομάδα, με κύριο σκοπό την ακέραια μεταβίβαση της πολιτιστικής και βιολογικής κληρονομιάς της. Η κ. προέρχεται από τη λατινική λέξη castus που σημαίνει αγνός, καθαρός. Μολονότι υπάρχουν κ. σε μερικούς αφρικανικούς και… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

  • Μπρούνο, Τζορντάνο — (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600). Ιταλός φιλόσοφος. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φιλίπο, αλλά έλαβε το όνομα Τζορντάνο όταν, σε ηλικία δέκα οχτώ ετών, μπήκε σε μοναστήρι Δομινικανών στη Νάπολη. Πνεύμα ανήσυχο, φύση ορμητική και μαχητική,… …   Dictionary of Greek

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”